συμφωνήσεις

συμφωνήσεις
συμφώνησις
agreement
fem nom/voc pl (attic epic)
συμφώνησις
agreement
fem nom/acc pl (attic)
συμφωνέω
sound together
aor subj act 2nd sg (epic)
συμφωνέω
sound together
fut ind act 2nd sg
συμφωνέω
sound together
aor subj act 2nd sg (epic)
συμφωνέω
sound together
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …   Dictionary of Greek

  • συζητώ — συζήτησα, συζητήθηκα, συζητημένος 1. ανταλλάσσω γνώμες με άλλους πάνω σε κάποιο θέμα, συνομιλώ: Στη συνάντηση των δύο υπουργών συζητήθηκε και το κυπριακό πρόβλημα. – Βαρέθηκα να συζητώ τα ίδια πράγματα. 2. «Μην το συζητάς», μη φέρνεις αντίρρηση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”